διανομέας

διανομέας
Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και το κλείσιμο των θυρίδων εισαγωγής και εξαγωγής σε προκαθορισμένους χρόνους. Στον ατμοστρόβιλο ο δ. αποτελείται από μία σειρά ακροφύσιων που έχουν στερεωθεί σε ένα σταθερό περίβλημα του στροβίλου. Τα ακροφύσια αυτά διευθύνονται προς έναν στροφέα εφοδιασμένο με πτερύγια, στα οποία προσκρούει και παρεκκλίνει ο ατμός που εξέρχεται από τα ακροφύσια. Η ελάττωση της ορμής του ατμού που οφείλεται στα ακροφύσια και στα πτερύγια μετρά τη μηχανική ενέργεια που τροφοδοτείται από την περιστροφή του στροφέα. Ανάλογο φαινόμενο συντελείται και στους υδροστρόβιλους, με τη διαφορά ότι το κινητήριο ρευστό τους είναι το νερό. Ο δ. αποτελεί σημαντικό όργανο και στη λειτουργία των μηχανών εσωτερικής καύσης. Το συγκρότημα του δ. αποτελείται από τις πλατίνες, τον πυκνωτή και τον δ. (με σταθερές επαφές και κινητή επαφή). Τα τελευταία χρόνια οι πλατίνες και ο πυκνωτής έχουν αντικατασταθεί από ηλεκτρονική συσκευή παραγωγής ρεύματος υψηλής τάσης υπό μορφή σπινθήρα, το οποίο μεταδίδεται μέσω του δ. στους σπινθηριστές (μπουζί) που βρίσκονται στους κυλίνδρους, προκαλώντας ανάφλεξη του καύσιμου μείγματος. Το συγκρότημα του δ. τοποθετείται σε κατάλληλη θέση στο σώμα του κινητήρα, ούτως ώστε να ρυθμίζεται η προπορεία του σπινθήρα με την περιστροφή του συγκροτήματος του δ. δεξιά ή αριστερά. Με τον τρόπο αυτό ο σπινθήρας διοχετεύεται την κατάλληλη στιγμή, συμβάλλοντας στη μέγιστη απόδοσή του (χρονισμός). Ο δ. στέλνει την κατάλληλη στιγμή το ρεύμα στον κάθε κύλινδρο· δηλαδή, ο σπινθήρας δίνεται όταν ο κύλινδρος βρίσκεται στη συμπίεση και πριν το έμβολο ολοκληρώσει τη διαδρομή του σε τόσες μοίρες όσες ορίζει ο κατασκευαστής του κινητήρα, μεταξύ του Άνω Νεκρού Σημείου (ΑΝΣ) και του Κάτω Νεκρού Σημείου (ΚΝΣ). Εάν ο σπινθήρας δεν δοθεί την κατάλληλη χρονική στιγμή, θα προκληθεί είτε αντίθλιψη και αντίκρουση (πυράκια) είτε αργοπορία έναυσης και πτώση ισχύος (ρεπρίζ). Πάντως, η κατάλληλη ρύθμιση γίνεται πάντα με λυχνία χρονισμού, ενώ στα νέας τεχνολογίας οχήματα η διαδικασία έλεγχου προπορείας γίνεται μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, στο πλαίσιο μιας σειράς ελέγχων που πραγματοποιούνται με αυτό τον τρόπο. δ. καυσίμων. Άλλη ονομασία της αντλίας πρατηρίου καυσίμων. O δ. καυσίμων χρησιμοποιείται σήμερα παγκοσμίως. Στη σύγχρονη μορφή του αποτελείται από ένα μεταλλικό παραλληλεπίπεδο, το οποίο συνδέεται με μια συμπαγή ομάδα οργάνων διανομής και μέτρησης. Η παροχή των καυσίμων γίνεται με μια ογκομετρική αντλία, η οποία αναρροφά το καύσιμο απευθείας από τη δεξαμενή που βρίσκεται μέσα στο έδαφος κοντά στους δ. Η διανομή γίνεται με έναν εύκαμπτο σωλήνα που φέρει ένα ειδικό εξάρτημα ρύθμισης ροής στο άκρο του, το οποίο εισάγεται στα δοχεία βενζίνης των οχημάτων, ώστε να μπορεί ο χειριστής να ρυθμίζει ή να διακόπτει τη ροή του υγρού. Ο δ. του μείγματος βενζίνης-ελαίου, όμοιος με τον προηγούμενο, μπορεί να διανείμει μείγμα με προκαθορισμένα ποσοστά ελαίου. Ευρεία χρήση είχαν παλαιότερα και οι δ. βενζίνης με μεταβλητό αριθμό οκτανίων. Σε αυτούς ο μηχανισμός διανομής ήταν ανάλογος με τον μηχανισμό του κοινού δ., με τη διαφορά ότι στη η τροφοδοσία του γινόταν τόσο από τη δεξαμενή της κοινής βενζίνης όσο και από τη δεξαμενή βενζίνης σούπερ. Από τις δεξαμενές αυτές ο δ. αντλούσε καύσιμο σύμφωνα με μια προκαθορισμένη αναλογία σε σχέση με τον ολικό όγκο που διανεμόταν, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό μεταβλητό αριθμό οκτανίων. Σήμερα οι δ. καυσίμων είναι σύγχρονοι και διαθέτουν ηλεκτρονικές ρυθμίσεις και συστήματα ασφαλείας, καθώς και πληθώρα φίλτρων για τον καθαρισμό του καυσίμου που διέρχεται από αυτούς.
* * *
ο (Α διανομεύς, -έως) [διανέμω]
αυτός που διανέμει, που μοιράζει
νεοελλ.
1. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που διανέμει ή επιδίδει επιστολές, έντυπα, συστημένα έγγραφα, τηλεγραφήματα ή εξαργυρώνει επιταγές
2. (μηχ.) μέρος εξαρτήματος βενζινομηχανών που διανέμει την υψηλή τάση τού δευτερεύοντος τού πολλαπλασιαστή στους αναφλεκτήρες
3. (ηλεκτρ.) κιβώτιο διακλάδωσης που επιτρέπει την κατά βούληση σύνδεση τών διακλαδιζόμενων κυκλωμάτων τής κύριας γραμμής χωρίς να χρειάζεται αποσύνδεση τών αγωγών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διανομέας — ο ο υπάλληλος που διαμοιράζει κάτι στο δικαιούχο: Ήρθε ο διανομέας της εταιρείας ταχυμεταφορών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανομέας — διανομέᾱς , διανομεύς distributor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • γραμματοδιανομέας — ο ο ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + διανομέας. Η λ., στον λόγιο τ. (γραμματοδιανομεύς), μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • οινοχειριστής — οἰνοχειριστής, ὁ (ΑΜ) διανομέας οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χειριστής (< χειρίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • πιττακοφόρος — ὁ, Μ ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιττάκ ιον + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρόμος — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα της Κεφαλονιάς. Ιδρύθηκε το 1868. 2. Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ιδρύθηκε το 1880 και είναι η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα σε όλο τον κόσμο, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”